Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέον
ἀπαλλαξείω
ἀπάλλαξις
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπάλμενος
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλός
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλόχρως
ἁπαλῡ́νω
ἀπαμάω
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλῡ́νω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
View word page
ἁπαλο-πλόκαμος
ἁπαλοπλόκαμοςονadj of cuttlefishsoft-tendrilledPhilox.Leuc.

ShortDef

with soft tentacles

Debugging

Headword:
ἁπαλοπλόκαμος
Headword (normalized):
ἁπαλοπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
απαλοπλοκαμος
IDX:
6410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6411
Key:
ἁπαλοπλόκαμος

Data

{'headword_display': '<b>ἁπαλο-πλόκαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁπαλο<hyph/>πλόκαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of cuttlefish</Indic><Tr>soft-tendrilled</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἁπαλοπλόκαμος'}