Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀπαλέξω
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέον
ἀπαλλαξείω
ἀπάλλαξις
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπάλμενος
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλός
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλόχρως
ἁπαλῡ́νω
ἀπαμάω
ἀπαμβλίσκω
View word page
ἀπάλμενος
ἀπάλμενος
Aeol.athem.aor.mid.ptcpl.
see
ἀφάλλομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπάλμενος
Headword (normalized):
ἀπάλμενος
Headword (normalized/stripped):
απαλμενος
IDX:
6407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6408
Key:
ἀπάλμενος
Data
{'headword_display': '<b>ἀπάλμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀπάλμενος<LblR>Aeol.athem.aor.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀφάλλομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπάλμενος'}