Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπαλείφω
ἀπαλέξω
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέον
ἀπαλλαξείω
ἀπάλλαξις
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπάλμενος
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλός
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλόχρως
ἁπαλῡ́νω
ἀπαμάω
View word page
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλλοτρίωσιςεωςf transferof propertyArist.

ShortDef

alienation

Debugging

Headword:
ἀπαλλοτρίωσις
Headword (normalized):
ἀπαλλοτρίωσις
Headword (normalized/stripped):
απαλλοτριωσις
IDX:
6406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6407
Key:
ἀπαλλοτρίωσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀπαλλοτρίωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπαλλοτρίωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>transfer<Expl>of property</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπαλλοτρίωσις'}