Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπαιθριάζω
ἀπαίνυμαι
ἀπαιολάω
ἀπαιόλη
ἀπαιόλημα
ἀπαιρέω
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαίσιος
ἀπᾱίσσω
ἀπαισχῡ́νομαι
ἀπαιτέω
ἀπαίτησις
ἀπαιτητέος
ἀπαιτίζω
ἀπαιωρέομαι
ἀπακρῑβόομαι
ἀπάλαιστος
ἀπάλαλκον
ἀπάλαμνος
ᾱ̓πάλαμος
View word page
ἀπ-αισχῡ́νομαι
ἀπαισχῡ́νομαιpass.vb be shamed into retreatingfr. an inquiryPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπαισχῡ́νομαι
Headword (normalized):
ἀπαισχῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
απαισχυνομαι
IDX:
6383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6384
Key:
ἀπαισχῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-αισχῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>αισχῡ́νομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be shamed into retreating<Expl>fr. an inquiry</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπαισχῡ́νομαι'}