Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄοπλος
ἄορ
ἀορᾱσίᾱ
ἀόρᾱτος
ἀοργησίᾱ
ἀόργητος
ἀόριστος
ἀορτήρ
ἀοσσέω
ἀοσσητήρ
Ᾱ̓οσφόρος
ᾱ̓οῦς
ἀούσᾱς
ἄουτος
ἄπ
ἀπαγγελίᾱ
ἀπαγγέλλω
ἀπαγής
ἀπαγῑνέω
ἀπαγκάζομαι
ἀπαγλαϊσμένος
View word page
Ᾱ̓οσφόρος
Ᾱ̓οσφόροςdial.mseeἙωσφόρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ᾱ̓οσφόρος
Headword (normalized):
ᾱ̓οσφόρος
Headword (normalized/stripped):
αοσφορος
IDX:
6345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6346
Key:
Ᾱ̓οσφόρος

Data

{'headword_display': '<b>Ᾱ̓οσφόρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ᾱ̓οσφόρος</HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>Ἑωσφόρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ᾱ̓οσφόρος'}