Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀξιοτεκμαρτότερος
ἀξιοφίλητος
ἀξιόχρεως
ἀξιόω
ἀξίωμα
ἀξιωματικός
ἀξίωσις
ἀξιωτέον
ἀξονήλατος
ἄξοος
ἀξυγκρότητος
ἀξυλίη
ἄξυλος
ἀξυμ-
ἀξυνήμων
ἀξυσ-
ἄξων
ἄοζος
ᾱ̓οῖ
ἀοιδή
ἀοιδιάω
View word page
ἀ-ξυγκρότητος
ξυγκρότητοςονAtt.adjσυγκροτέω of a ship's crewnot trained togetherTh.

ShortDef

not welded together by the hammer

Debugging

Headword:
ἀξυγκρότητος
Headword (normalized):
ἀξυγκρότητος
Headword (normalized/stripped):
αξυγκροτητος
IDX:
6313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6314
Key:
ἀξυγκρότητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-ξυγκρότητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>ξυγκρότητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Att.adj</PS><Ety><Ref>συγκροτέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship's crew</Indic><Tr>not trained together</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀξυγκρότητος'}