Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀξιοσπουδαστότερος
ἀξιοστρατηγότερος
ἀξιοτεκμαρτότερος
ἀξιοφίλητος
ἀξιόχρεως
ἀξιόω
ἀξίωμα
ἀξιωματικός
ἀξίωσις
ἀξιωτέον
ἀξονήλατος
ἄξοος
ἀξυγκρότητος
ἀξυλίη
ἄξυλος
ἀξυμ-
ἀξυνήμων
ἀξυσ-
ἄξων
ἄοζος
ᾱ̓οῖ
View word page
ἀξον-ήλατος
ἀξονήλατοςονadjἄξωνἐλαύνω of wheel-hubsaxle-drivenA.

ShortDef

whirling on the axle

Debugging

Headword:
ἀξονήλατος
Headword (normalized):
ἀξονήλατος
Headword (normalized/stripped):
αξονηλατος
IDX:
6311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6312
Key:
ἀξονήλατος

Data

{'headword_display': '<b>ἀξον-ήλατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀξον<hyph/>ήλατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄξων</Ref><Ref>ἐλαύνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of wheel-hubs</Indic><Tr>axle-driven</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀξονήλατος'}