Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀξιόμῑσος
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόνῑκος
ἀξιοπενθής
ἀξιόπιστος
ἀξιοπρεπέστατος
ἄξιος
ἀξιόσκεπτος
ἀξιοσπουδαστότερος
ἀξιοστρατηγότερος
ἀξιοτεκμαρτότερος
ἀξιοφίλητος
ἀξιόχρεως
ἀξιόω
ἀξίωμα
ἀξιωματικός
ἀξίωσις
ἀξιωτέον
ἀξονήλατος
ἄξοος
ἀξυγκρότητος
View word page
ἀξιο-τεκμαρτότερος
ἀξιοτεκμαρτότεροςᾱ ονcompar.adjτεκμαίρομαι of conductmore valid as evidencew.gen.than wordsX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀξιοτεκμαρτότερος
Headword (normalized):
ἀξιοτεκμαρτότερος
Headword (normalized/stripped):
αξιοτεκμαρτοτερος
IDX:
6303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6304
Key:
ἀξιοτεκμαρτότερος

Data

{'headword_display': '<b>ἀξιο-τεκμαρτότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀξιο<hyph/>τεκμαρτότερος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>compar.adj</PS><Ety><Ref>τεκμαίρομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of conduct</Indic><Tr>more valid as evidence<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>than words</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀξιοτεκμαρτότερος'}