Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀξιομακαριστότατος
ἀξιόμαχος
ἀξιόμῑσος
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόνῑκος
ἀξιοπενθής
ἀξιόπιστος
ἀξιοπρεπέστατος
ἄξιος
ἀξιόσκεπτος
ἀξιοσπουδαστότερος
ἀξιοστρατηγότερος
ἀξιοτεκμαρτότερος
ἀξιοφίλητος
ἀξιόχρεως
ἀξιόω
ἀξίωμα
ἀξιωματικός
ἀξίωσις
ἀξιωτέον
ἀξονήλατος
View word page
ἀξιο-σπουδαστότερος
ἀξιοσπουδαστότεροςᾱ ονcompar.adjσπουδαστός of certain contestsmore worthy of endeavourX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀξιοσπουδαστότερος
Headword (normalized):
ἀξιοσπουδαστότερος
Headword (normalized/stripped):
αξιοσπουδαστοτερος
IDX:
6301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6302
Key:
ἀξιοσπουδαστότερος

Data

{'headword_display': '<b>ἀξιο-σπουδαστότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀξιο<hyph/>σπουδαστότερος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>compar.adj</PS><Ety><Ref>σπουδαστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of certain contests</Indic><Tr>more worthy of endeavour</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀξιοσπουδαστότερος'}