Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀξιέραστος
ἀξῑ́νη
ἀξιοεργός
ἀξιοζήλωτος
ἀξιοθαυμαστότερος
ἀξιοθέᾱτος
ἀξιόθρηνος
ἀξιοκοινώνητος
ἀξιόκτητος
ἀξιόλογος
ἀξιομακαριστότατος
ἀξιόμαχος
ἀξιόμῑσος
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόνῑκος
ἀξιοπενθής
ἀξιόπιστος
ἀξιοπρεπέστατος
ἄξιος
ἀξιόσκεπτος
ἀξιοσπουδαστότερος
View word page
ἀξιο-μακαριστότατος
ἀξιομακαριστότατοςη ονsuperl.adjμακαριστός of a pursuer of virtuemost worthy to be regarded as fortunateX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀξιομακαριστότατος
Headword (normalized):
ἀξιομακαριστότατος
Headword (normalized/stripped):
αξιομακαριστοτατος
IDX:
6291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6292
Key:
ἀξιομακαριστότατος

Data

{'headword_display': '<b>ἀξιο-μακαριστότατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀξιο<hyph/>μακαριστότατος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>superl.adj</PS><Ety><Ref>μακαριστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a pursuer of virtue</Indic><Tr>most worthy to be regarded as fortunate</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀξιομακαριστότατος'}