Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀξιαπήγητος
ἀξιέπαινος
ἀξιέραστος
ἀξῑ́νη
ἀξιοεργός
ἀξιοζήλωτος
ἀξιοθαυμαστότερος
ἀξιοθέᾱτος
ἀξιόθρηνος
ἀξιοκοινώνητος
ἀξιόκτητος
ἀξιόλογος
ἀξιομακαριστότατος
ἀξιόμαχος
ἀξιόμῑσος
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόνῑκος
ἀξιοπενθής
ἀξιόπιστος
ἀξιοπρεπέστατος
ἄξιος
View word page
ἀξιό-κτητος
ἀξιόκτητοςονadjκτητός of a ruler's daughterworthy of acquisitionas a wifetreasuredX.

ShortDef

worth getting

Debugging

Headword:
ἀξιόκτητος
Headword (normalized):
ἀξιόκτητος
Headword (normalized/stripped):
αξιοκτητος
IDX:
6289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6290
Key:
ἀξιόκτητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀξιό-κτητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀξιό<hyph/>κτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ruler's daughter</Indic><Def>worthy of acquisition<Expl>as a wife</Expl></Def><Tr>treasured</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀξιόκτητος'}