Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀξιακροᾱτότατος
ἀξιαπήγητος
ἀξιέπαινος
ἀξιέραστος
ἀξῑ́νη
ἀξιοεργός
ἀξιοζήλωτος
ἀξιοθαυμαστότερος
ἀξιοθέᾱτος
ἀξιόθρηνος
ἀξιοκοινώνητος
ἀξιόκτητος
ἀξιόλογος
ἀξιομακαριστότατος
ἀξιόμαχος
ἀξιόμῑσος
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόνῑκος
ἀξιοπενθής
ἀξιόπιστος
ἀξιοπρεπέστατος
View word page
ἀξιο-κοινώνητος
ἀξιοκοινώνητοςονadjκοινωνέω suitable for membershipsts. w.gen.of a council, a communityPl.

ShortDef

worthy of one's society

Debugging

Headword:
ἀξιοκοινώνητος
Headword (normalized):
ἀξιοκοινώνητος
Headword (normalized/stripped):
αξιοκοινωνητος
IDX:
6288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6289
Key:
ἀξιοκοινώνητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀξιο-κοινώνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀξιο<hyph/>κοινώνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κοινωνέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>suitable for membership<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>of a council, a community</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀξιοκοινώνητος'}