Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀξίᾱ
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακροᾱτότατος
ἀξιαπήγητος
ἀξιέπαινος
ἀξιέραστος
ἀξῑ́νη
ἀξιοεργός
ἀξιοζήλωτος
ἀξιοθαυμαστότερος
ἀξιοθέᾱτος
ἀξιόθρηνος
ἀξιοκοινώνητος
ἀξιόκτητος
ἀξιόλογος
ἀξιομακαριστότατος
ἀξιόμαχος
ἀξιόμῑσος
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόνῑκος
View word page
ἀξιο-θαυμαστότερος
ἀξιοθαυμαστότεροςᾱ ονcompar.adjθαυμαστός of certain craftsmenmore worthy of admirationX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀξιοθαυμαστότερος
Headword (normalized):
ἀξιοθαυμαστότερος
Headword (normalized/stripped):
αξιοθαυμαστοτερος
IDX:
6285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6286
Key:
ἀξιοθαυμαστότερος

Data

{'headword_display': '<b>ἀξιο-θαυμαστότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀξιο<hyph/>θαυμαστότερος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>compar.adj</PS><Ety><Ref>θαυμαστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of certain craftsmen</Indic><Tr>more worthy of admiration</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀξιοθαυμαστότερος'}