Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνωτερικός
ἀνώτερον
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἄνωχθε
ἀνώχυρος
ἆξαι
ᾄξᾱς
ἄξεμεν
ἄξενος
ἄξεστος
ἀξίᾱ
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακροᾱτότατος
ἀξιαπήγητος
ἀξιέπαινος
ἀξιέραστος
ἀξῑ́νη
ἀξιοεργός
ἀξιοζήλωτος
View word page
ἄ-ξεστος
ξεστοςονadjξεστός of a rockunhewnS.

ShortDef

unhewn, unwrought

Debugging

Headword:
ἄξεστος
Headword (normalized):
ἄξεστος
Headword (normalized/stripped):
αξεστος
IDX:
6274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6275
Key:
ἄξεστος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-ξεστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>ξεστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ξεστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a rock</Indic><Tr>unhewn</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄξεστος'}