Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνῶξαι
ἀνωρίη
ἄνωρος
ἀνώτατος
ἀνωτάτω
ἀνωτερικός
ἀνώτερον
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἄνωχθε
ἀνώχυρος
ἆξαι
ᾄξᾱς
ἄξεμεν
ἄξενος
ἄξεστος
ἀξίᾱ
ἀξιάγαστος
ἀξιάκουστος
ἀξιακροᾱτότατος
ἀξιαπήγητος
View word page
ἀν-ώχυρος
ἀνώχυροςονadjprivatv.prfx., ὀχυρός of fortificationsinsecureX.

ShortDef

not fortified

Debugging

Headword:
ἀνώχυρος
Headword (normalized):
ἀνώχυρος
Headword (normalized/stripped):
ανωχυρος
IDX:
6269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6270
Key:
ἀνώχυρος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ώχυρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν<hyph/>ώχυρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>ὀχυρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fortifications</Indic><Tr>insecure</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνώχυρος'}