Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνωμαλίᾱ
ἀνώμαλος
ἀνωμαλότης
ἀνώμοτος
ἄνων
ἀνωνόμαστος
ἀνώνυμος
ἀνῷξα
ἀνῶξαι
ἀνωρίη
ἄνωρος
ἀνώτατος
ἀνωτάτω
ἀνωτερικός
ἀνώτερον
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἄνωχθε
ἀνώχυρος
ἆξαι
ᾄξᾱς
View word page
ἄνωρος
ἄνωροςadjseeἄωρος1

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνωρος
Headword (normalized):
ἄνωρος
Headword (normalized/stripped):
ανωρος
IDX:
6261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6262
Key:
ἄνωρος

Data

{'headword_display': '<b>ἄνωρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄνωρος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄωρος<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄνωρος'}