Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνυπόθετος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ᾱ̓νυσίεργος
ἀνύσιμος
ἄνυσις
ἀνυστικώτερος
ἀνυστός
ἀνυτικός
ἁνύτω
ἀνυφαίνω
ἀνύω
ἄνω
ἄνωγα
ἀνώγεον
ἀνωγή
ἀνῷγον
ἀνώδυνος
ἄνωθε(ν)
View word page
ἀνυτικός
ἀνυτικόςή όνadjof a means of communication or making moneyeffectiveX.

ShortDef

to be accomplished, practicable

Debugging

Headword:
ἀνυτικός
Headword (normalized):
ἀνυτικός
Headword (normalized/stripped):
ανυτικος
IDX:
6237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6238
Key:
ἀνυτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνυτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνυτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a means of communication or making money</Indic><Tr>effective</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνυτικός'}