Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνυδρίᾱ
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ᾱ̓́νυμες
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνύπᾱνος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθῡνος
ἀνυπήκοος
ἀνυποδησίᾱ
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόθετος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
ἀνυπότακτος
ᾱ̓νυσίεργος
ἀνύσιμος
View word page
ἀν-υπήκοος
ἀνυπήκοοςονadj of a creature, a gluttonous human racedisobedientw.gen.to reason, the soulPl.

ShortDef

not obeying

Debugging

Headword:
ἀνυπήκοος
Headword (normalized):
ἀνυπήκοος
Headword (normalized/stripped):
ανυπηκοος
IDX:
6223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6224
Key:
ἀνυπήκοος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-υπήκοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν<hyph/>υπήκοος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a creature, a gluttonous human race</Indic><Tr>disobedient<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>to reason, the soul</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνυπήκοος'}