Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἀνυδρίᾱ
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ᾱ̓́νυμες
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνύπᾱνος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθῡνος
ἀνυπήκοος
ἀνυποδησίᾱ
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόθετος
ἀνυπονόητος
ἀνύποπτος
ἀνυπόστατος
View word page
ἀν-ύπᾱνος
ἀνύπᾱνοςονdial.adjprivatv.prfx., ὑπήνη app.beardlessAlcm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνύπᾱνος
Headword (normalized):
ἀνύπᾱνος
Headword (normalized/stripped):
ανυπανος
IDX:
6220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6221
Key:
ἀνύπᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ύπᾱνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν<hyph/>ύπᾱνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>ὑπήνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>beardless</Tr><Au>Alcm.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνύπᾱνος'}