Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντυγάς
ἄντυξ
ἀντυποκρῑ́νομαι
ἀντυπουργέω
ἀντῳδός
ἀντωμοσίᾱ
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἀνυδρίᾱ
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ᾱ̓́νυμες
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνύπᾱνος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθῡνος
ἀνυπήκοος
View word page
ἀνυδρίᾱ
ἀνυδρίᾱᾱςfἄνυδρος lack of waterin a regionTh. X. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνυδρίᾱ
Headword (normalized):
ἀνυδρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ανυδρια
IDX:
6213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6214
Key:
ἀνυδρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀνυδρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνυδρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἄνυδρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lack of water<Expl>in a region</Expl></Tr><Au>Th. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνυδρίᾱ'}