Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντοικτίζω
ἀντοικτῑ́ρω
ἀντοίομαι
ἀντολή
ἄντομαι
ἀντόμνῡμι
ἀντονομάζω
ἀντορύσσω
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντρέπω
ἄντρον
ἀντρώδης
ἀντυγάς
ἄντυξ
ἀντυποκρῑ́νομαι
ἀντυπουργέω
ἀντῳδός
ἀντωμοσίᾱ
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
View word page
ἀντρέπω
ἀντρέπωdial.vbseeἀνατρέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντρέπω
Headword (normalized):
ἀντρέπω
Headword (normalized/stripped):
αντρεπω
IDX:
6200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6201
Key:
ἀντρέπω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντρέπω</b>', 'content': '<XE> <HG><HL>ἀντρέπω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνατρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀντρέπω'}