Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄντλος
ἀντοικοδομέω
ἀντοικοδομίᾱ
ἀντοικτίζω
ἀντοικτῑ́ρω
ἀντοίομαι
ἀντολή
ἄντομαι
ἀντόμνῡμι
ἀντονομάζω
ἀντορύσσω
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντρέπω
ἄντρον
ἀντρώδης
ἀντυγάς
ἄντυξ
ἀντυποκρῑ́νομαι
ἀντυπουργέω
ἀντῳδός
View word page
ἀντ-ορύσσω
ἀντορύσσωvb dig a counter-tunnelHdt.

ShortDef

dig a countermine

Debugging

Headword:
ἀντορύσσω
Headword (normalized):
ἀντορύσσω
Headword (normalized/stripped):
αντορυσσω
IDX:
6197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6198
Key:
ἀντορύσσω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντ-ορύσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντ<hyph/>ορύσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>dig a counter-tunnel</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντορύσσω'}