Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιχαρίζομαι
ἀντιχειροτονέω
ἀντίχθων
ἀντιχορηγέω
ἀντιχόρηγος
ἀντιχράω
ἀντιψάλλω
ἀντίψαλμος
ἀντιψηφίζομαι
ἀντλέω
ἄντλημα
ἀντλίᾱ
ἄντλος
ἀντοικοδομέω
ἀντοικοδομίᾱ
ἀντοικτίζω
ἀντοικτῑ́ρω
ἀντοίομαι
ἀντολή
ἄντομαι
ἀντόμνῡμι
View word page
ἄντλημα
ἄντλημαατοςn app.means of drawing waterwell-bucketNT.

ShortDef

a bucket for drawing water

Debugging

Headword:
ἄντλημα
Headword (normalized):
ἄντλημα
Headword (normalized/stripped):
αντλημα
IDX:
6185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6186
Key:
ἄντλημα

Data

{'headword_display': '<b>ἄντλημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄντλημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Def>means of drawing water</Def><Tr>well-bucket</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄντλημα'}