Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντισφαιρίζω
ἀντισχῡρίζομαι
ἀντίσχω
ἀντίταγμα
ἀντίταξις
ἀντίτασις
ἀντιτάσσω
ἀντιτείνω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτέχνησις
ἀντίτεχνος
ἀντιτίθημι
ἀντιτῑμάω
ἀντιτῑμωρέομαι
ἀντιτίνω
ἀντίτοιχος
ἀντιτολμάω
ἀντίτολμος
ἀντίτομος
View word page
ἀντι-τεχνάομαι
ἀντιτεχνάομαιmid.contr.vb devise a counter-planHdt. Plu.

ShortDef

to contrive in opposition, counterplan

Debugging

Headword:
ἀντιτεχνάομαι
Headword (normalized):
ἀντιτεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιτεχναομαι
IDX:
6128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6129
Key:
ἀντιτεχνάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-τεχνάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>τεχνάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>devise a counter-plan</Tr><Au>Hdt. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιτεχνάομαι'}