Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιστηρίζω
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδείᾱ
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισφαιρίζω
ἀντισχῡρίζομαι
ἀντίσχω
ἀντίταγμα
ἀντίταξις
ἀντίτασις
ἀντιτάσσω
ἀντιτείνω
ἀντιτείχισμα
View word page
ἀντι-σύγκλητος
ἀντισύγκλητοςουf counter-senatenickname of a Roman statesman's private army of EquestriansPlu.

ShortDef

a counter-senate

Debugging

Headword:
ἀντισύγκλητος
Headword (normalized):
ἀντισύγκλητος
Headword (normalized/stripped):
αντισυγκλητος
IDX:
6116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6117
Key:
ἀντισύγκλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-σύγκλητος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀντι<hyph/>σύγκλητος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>counter-senate<Expl>nickname of a Roman statesman's private army of Equestrians</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἀντισύγκλητος'}