Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντισπεύδω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστηρίζω
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδείᾱ
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισφαιρίζω
ἀντισχῡρίζομαι
View word page
ἀντι-στρατεύομαι
ἀντιστρατεύομαιmid.vb wage war in oppositionw.dat.to someoneX.

ShortDef

to make war against

Debugging

Headword:
ἀντιστρατεύομαι
Headword (normalized):
ἀντιστρατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιστρατευομαι
IDX:
6109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6110
Key:
ἀντιστρατεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-στρατεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>στρατεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>wage war in opposition</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιστρατεύομαι'}