Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντισοφίζομαι
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστηρίζω
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδείᾱ
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
View word page
ἀντιστατέω
ἀντιστατέωcontr.vbἀντιστάτης be an opponentHdt.w.dat.to someonein a debatePl.

ShortDef

to resist, oppose

Debugging

Headword:
ἀντιστατέω
Headword (normalized):
ἀντιστατέω
Headword (normalized/stripped):
αντιστατεω
IDX:
6104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6105
Key:
ἀντιστατέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντιστατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντιστατέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀντιστάτης</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be an opponent</Tr><Au>Hdt.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Expl>in a debate</Expl><Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιστατέω'}