Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντισήκωσις
ἀντισιωπάω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστηρίζω
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
View word page
ἀντι-σπεύδω
ἀντισπεύδωvb be eager in one's defenceAntipho

ShortDef

oppose eagerly, contend against

Debugging

Headword:
ἀντισπεύδω
Headword (normalized):
ἀντισπεύδω
Headword (normalized/stripped):
αντισπευδω
IDX:
6099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6100
Key:
ἀντισπεύδω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-σπεύδω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>σπεύδω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be eager in one's defence</Tr><Au>Antipho</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀντισπεύδω'}