Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντίρροπος
ἀντισεμνῡ́νομαι
ἀντισηκόω
ἀντισήκωσις
ἀντισιωπάω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστηρίζω
View word page
ἀντισπασμός
ἀντισπασμόςοῦm convulsioncrampAr.

ShortDef

convulsion

Debugging

Headword:
ἀντισπασμός
Headword (normalized):
ἀντισπασμός
Headword (normalized/stripped):
αντισπασμος
IDX:
6096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6097
Key:
ἀντισπασμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀντισπασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀντισπασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>convulsion<or/>cramp</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀντισπασμός'}