Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντίρρησις
ἀντίρροπος
ἀντισεμνῡ́νομαι
ἀντισηκόω
ἀντισήκωσις
ἀντισιωπάω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
View word page
ἀντίσπασμα
ἀντίσπασμαατοςnἀντισπάω distraction, diversionref. to enemy activity on another frontPlb.

ShortDef

distraction, diversion

Debugging

Headword:
ἀντίσπασμα
Headword (normalized):
ἀντίσπασμα
Headword (normalized/stripped):
αντισπασμα
IDX:
6095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6096
Key:
ἀντίσπασμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀντίσπασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀντίσπασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ἀντισπάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>distraction, diversion<Expl>ref. to enemy activity on another front</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀντίσπασμα'}