Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιπυργόω
ἀντιπυρσεύω
ἀντιρρέπω
ἀντίρρησις
ἀντίρροπος
ἀντισεμνῡ́νομαι
ἀντισηκόω
ἀντισήκωσις
ἀντισιωπάω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
View word page
ἀντι-σκώπτω
ἀντισκώπτωvb play a joke in retaliationPlu.

ShortDef

to mock in return

Debugging

Headword:
ἀντισκώπτω
Headword (normalized):
ἀντισκώπτω
Headword (normalized/stripped):
αντισκωπτω
IDX:
6092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6093
Key:
ἀντισκώπτω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-σκώπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>σκώπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>play a joke in retaliation</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντισκώπτω'}