Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιπυρσεύω
ἀντιρρέπω
ἀντίρρησις
ἀντίρροπος
ἀντισεμνῡ́νομαι
ἀντισηκόω
ἀντισήκωσις
ἀντισιωπάω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντίσταθμος
View word page
ἀντι-σιωπάω
ἀντισιωπάωcontr.vb take one's turn to be silentAr.

ShortDef

to be silent in turn

Debugging

Headword:
ἀντισιωπάω
Headword (normalized):
ἀντισιωπάω
Headword (normalized/stripped):
αντισιωπαω
IDX:
6090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6091
Key:
ἀντισιωπάω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-σιωπάω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>σιωπάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>take one's turn to be silent</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀντισιωπάω'}