Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιπρόσωπος
ἀντιπροτείνω
ἀντίπρῳρος
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιπυρσεύω
ἀντιρρέπω
ἀντίρρησις
ἀντίρροπος
ἀντισεμνῡ́νομαι
ἀντισηκόω
ἀντισήκωσις
ἀντισιωπάω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντίσπαστος
View word page
ἀντι-σεμνῡ́νομαι
ἀντισεμνῡ́νομαιmid.vb of a free-minded personbe a rival in dignityfr. a tyrant's point of viewArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντισεμνῡ́νομαι
Headword (normalized):
ἀντισεμνῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
αντισεμνυνομαι
IDX:
6087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6088
Key:
ἀντισεμνῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-σεμνῡ́νομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>σεμνῡ́νομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a free-minded person</Indic><Tr>be a rival in dignity<Expl>fr. a tyrant's point of view</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀντισεμνῡ́νομαι'}