Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσφέρω
ἀντιπρόσωπος
ἀντιπροτείνω
ἀντίπρῳρος
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιπυρσεύω
ἀντιρρέπω
ἀντίρρησις
ἀντίρροπος
ἀντισεμνῡ́νομαι
ἀντισηκόω
ἀντισήκωσις
ἀντισιωπάω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντίσπασμα
View word page
ἀντίρρησις
ἀντίρρησιςεωςfἀντείρω disputePlb. Plu.

ShortDef

gainsaying, altercation

Debugging

Headword:
ἀντίρρησις
Headword (normalized):
ἀντίρρησις
Headword (normalized/stripped):
αντιρρησις
IDX:
6085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6086
Key:
ἀντίρρησις

Data

{'headword_display': '<b>ἀντίρρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀντίρρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀντείρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>dispute</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀντίρρησις'}