Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπτερύσσομαι
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἁπτός
ἅπτω
ἀπτώς
ἀπύ
ἄπῡγος
ἀπυδέρθην
ἀπυκρύπτω
ἀπυλιμπάνω
ἀπύλωτος
ἀπύργωτος
ἀπῡ́ρηνος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
ἀπυστρέφω
ᾱ̓πύω
ἀπφῦς
View word page
ἀπυκρύπτω
ἀπυκρύπτωἀπυλείπωAeol.vbsseeἀποκρύπτωἀπολείπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπυκρύπτω
Headword (normalized):
ἀπυκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
απυκρυπτω
IDX:
607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-608
Key:
ἀπυκρύπτω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπυκρύπτω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀπυκρύπτω</HL><VL><FmHL>ἀπυλείπω</FmHL></VL><PS>Aeol.vbs</PS></HG><XR>see<Ref>ἀποκρύπτω</Ref><Ref>ἀπολείπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπυκρύπτω'}