Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἄπτερος
ἀπτερύσσομαι
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἁπτός
ἅπτω
ἀπτώς
ἀπύ
ἄπῡγος
ἀπυδέρθην
ἀπυκρύπτω
ἀπυλιμπάνω
ἀπύλωτος
ἀπύργωτος
ἀπῡ́ρηνος
ἄπυρος
ἀπύρωτος
ἄπυστος
ἀπυστρέφω
ᾱ̓πύω
View word page
ἀπυδέρθην
ἀπυδέρθην
Aeol.aor.pass.inf.
see
ἀποδέρω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπυδέρθην
Headword (normalized):
ἀπυδέρθην
Headword (normalized/stripped):
απυδερθην
IDX:
606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-607
Key:
ἀπυδέρθην
Data
{'headword_display': '<b>ἀπυδέρθην</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀπυδέρθην<LblR>Aeol.aor.pass.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀποδέρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπυδέρθην'}