Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντίπους
ἀντίπρᾱξις
ἀντιπρᾱ́ττω
ἀντιπρεσβεύομαι
ἀντιπρήσσω
ἀντιπροαίρεσις
ἀντιπροβάλλομαι
ἀντιπροβολή
ἀντιπρόειμι
ἀντίπροικα
ἀντιπροκαλέομαι
ἀντιπροπῑ́νω
ἀντιπροσαγορεύω
ἀντιπροσαμάομαι
ἀντιπρόσειμι
ἀντιπροσεῖπον
ἀντιπροσείρομαι
ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσφέρω
ἀντιπρόσωπος
ἀντιπροτείνω
View word page
ἀντι-προκαλέομαι
ἀντιπροκαλέομαιmid.contr.vb of a litigantissue a counter-challengeD.

ShortDef

to retort a legal challenge

Debugging

Headword:
ἀντιπροκαλέομαι
Headword (normalized):
ἀντιπροκαλέομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιπροκαλεομαι
IDX:
6068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6069
Key:
ἀντιπροκαλέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-προκαλέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>προκαλέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a litigant</Indic><Tr>issue a counter-challenge</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιπροκαλέομαι'}