Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιποθέομαι
ἀντιποιέω
ἀντίποινα
ἀντιπολεμέω
ἀντιπόλεμοι
ἀντιπολιορκέω
ἀντιπολῑτείᾱ
ἀντιπολῑτεύομαι
ἀντιπορεύομαι
ἀντιπορθέω
ἀντίπορθμος
ἀντίπορος
ἀντίπους
ἀντίπρᾱξις
ἀντιπρᾱ́ττω
ἀντιπρεσβεύομαι
ἀντιπρήσσω
ἀντιπροαίρεσις
ἀντιπροβάλλομαι
ἀντιπροβολή
ἀντιπρόειμι
View word page
ἀντί-πορθμος
ἀντίπορθμοςονadjπορθμός of plainson opposite sides of a straitE.

ShortDef

over the straits, on the opposite side of the straits

Debugging

Headword:
ἀντίπορθμος
Headword (normalized):
ἀντίπορθμος
Headword (normalized/stripped):
αντιπορθμος
IDX:
6056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6057
Key:
ἀντίπορθμος

Data

{'headword_display': '<b>ἀντί-πορθμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀντί<hyph/>πορθμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πορθμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of plains</Indic><Tr>on opposite sides of a strait</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀντίπορθμος'}