Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιπίπτω
ἀντιπλήξ
ἀντιπληρόω
ἀντιπλήττομαι
ἀντίπλοια
ἀντιπνέω
ἀντίπνοος
ἀντιποθέομαι
ἀντιποιέω
ἀντίποινα
ἀντιπολεμέω
ἀντιπόλεμοι
ἀντιπολιορκέω
ἀντιπολῑτείᾱ
ἀντιπολῑτεύομαι
ἀντιπορεύομαι
ἀντιπορθέω
ἀντίπορθμος
ἀντίπορος
ἀντίπους
ἀντίπρᾱξις
View word page
ἀντι-πολεμέω
ἀντιπολεμέωcontr.vb wage war in oppositionTh.w.dat.to an enemyPl. X.

ShortDef

to urge war against

Debugging

Headword:
ἀντιπολεμέω
Headword (normalized):
ἀντιπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
αντιπολεμεω
IDX:
6049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6050
Key:
ἀντιπολεμέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-πολεμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>πολεμέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>wage war in opposition</Tr><Au>Th.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to an enemy<Au>Pl. X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιπολεμέω'}