Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιπεριάγω
ἀντιπεριίσταμαι
ἀντιπεριλαμβάνω
ἀντιπερίσπασμα
ἀντιπερισπάω
ἀντιπεριχωρέω
ἀντίπηξ
ἀντιπίπτω
ἀντιπλήξ
ἀντιπληρόω
ἀντιπλήττομαι
ἀντίπλοια
ἀντιπνέω
ἀντίπνοος
ἀντιποθέομαι
ἀντιποιέω
ἀντίποινα
ἀντιπολεμέω
ἀντιπόλεμοι
ἀντιπολιορκέω
ἀντιπολῑτείᾱ
View word page
ἀντι-πλήττομαι
ἀντιπλήττομαιAtt.pass.vb be struck in retaliationArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντιπλήττομαι
Headword (normalized):
ἀντιπλήττομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιπληττομαι
IDX:
6042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6043
Key:
ἀντιπλήττομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-πλήττομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>πλήττομαι</HL><PS>Att.pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be struck in retaliation</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιπλήττομαι'}