Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιπαράγω
ἀντιπαραγωγή
ἀντιπαραθέω
ἀντιπαρακαλέω
ἀντιπαράκειμαι
ἀντιπαρακελεύομαι
ἀντιπαράκλησις
ἀντιπαραλῡπέω
ἀντιπαραπλέω
ἀντιπαραπορεύομαι
ἀντιπαρασκευάζομαι
ἀντιπαρασκευή
ἀντιπαρατάσσω
ἀντιπαρατείνω
ἀντιπαρατίθημι
ἀντιπάρειμι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρέξειμι
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
ἀντιπάσχω
View word page
ἀντι-παρασκευάζομαι
ἀντιπαρασκευάζομαιmid.vb make preparations in responsests. w.dat.to the enemy, their activityTh. X. D. Plu.

ShortDef

to prepare oneself in turn, arm on both sides

Debugging

Headword:
ἀντιπαρασκευάζομαι
Headword (normalized):
ἀντιπαρασκευάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιπαρασκευαζομαι
IDX:
6017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6018
Key:
ἀντιπαρασκευάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-παρασκευάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>παρασκευάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>make preparations in response<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>to the enemy, their activity</Expl></Tr><Au>Th. X. D. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιπαρασκευάζομαι'}