Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπροφύλακτος
ἀπταισίᾱ
ἄπταιστος
ἁπτέον
ἀπτερέως
ἄπτερος
ἄπτερος
ἀπτερύσσομαι
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἁπτός
ἅπτω
ἀπτώς
ἀπύ
ἄπῡγος
ἀπυδέρθην
ἀπυκρύπτω
ἀπυλιμπάνω
ἀπύλωτος
ἀπύργωτος
View word page
ἀπτόλεμος
ἀπτόλεμοςep.adjseeἀπόλεμος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπτόλεμος
Headword (normalized):
ἀπτόλεμος
Headword (normalized/stripped):
απτολεμος
IDX:
600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-601
Key:
ἀπτόλεμος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπτόλεμος</b>', 'content': '<XE> <HG><HL>ἀπτόλεμος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀπόλεμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπτόλεμος'}