Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπολέμητος
ἀπόλεμος
ἀπολεπτῡ́νομαι
ἀπολέπω
ἀπολέσθαι
ἀπολευκαίνω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
View word page
ἀπο-λεπτῡ́νομαι
ἀπολεπτῡ́νομαιpass.vbἀπό of a substancebe dilutedPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολεπτῡ́νομαι
Headword (normalized):
ἀπολεπτῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
απολεπτυνομαι
IDX:
59
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-60
Key:
ἀπολεπτῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-λεπτῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>λεπτῡ́νομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>ἀπό</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a substance</Indic><Tr>be diluted</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπολεπτῡ́νομαι'}