Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγοραῖος
ἀγορᾱνομέω
ἀγορᾱνομίᾱ
ἀγορᾱνομικός
ἀγορᾱνόμιον
ἀγορᾱνόμος
ἀγοράομαι
ἀγοράσδω
ἀγόρασις
ἀγοράσματα
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγορεύω
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
ἀντίον
ἀντίον
ἀντιόομαι
ἀντίος
ἀντιοστατέω
ἀντιόων
View word page
ἀγοραστής
ἀγοραστήςοῦm buyerof provisions for a houseX.

ShortDef

the slave who bought provisions for the house, the purveyor

Debugging

Headword:
ἀγοραστής
Headword (normalized):
ἀγοραστής
Headword (normalized/stripped):
αγοραστης
IDX:
5987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5988
Key:
ἀγοραστής

Data

{'headword_display': '<b>ἀγοραστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγοραστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>buyer<Expl>of provisions for a house</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'ἀγοραστής'}