Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγορᾱ́
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορᾱνομέω
ἀγορᾱνομίᾱ
ἀγορᾱνομικός
ἀγορᾱνόμιον
ἀγορᾱνόμος
ἀγοράομαι
ἀγοράσδω
ἀγόρασις
ἀγοράσματα
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγορεύω
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
ἀντίον
ἀντίον
ἀντιόομαι
ἀντίος
View word page
ἀγόρασις
ἀγόρασιςεωςfἀγοράζω act of buyingpurchasePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγόρασις
Headword (normalized):
ἀγόρασις
Headword (normalized/stripped):
αγορασις
IDX:
5985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5986
Key:
ἀγόρασις

Data

{'headword_display': '<b>ἀγόρασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγόρασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀγοράζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of buying</Def><Tr>purchase</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀγόρασις'}