Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπταισίᾱ
ἄπταιστος
ἁπτέον
ἀπτερέως
ἄπτερος
ἄπτερος
ἀπτερύσσομαι
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἀπτόλεμος
ἁπτός
ἅπτω
ἀπτώς
ἀπύ
ἄπῡγος
ἀπυδέρθην
ἀπυκρύπτω
View word page
ἀ-πτερύσσομαι
πτερύσσομαιmid.vbcopul.prfx., πτέρυξ of a kingfisherflap the wings rapidlyArchil.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπτερύσσομαι
Headword (normalized):
ἀπτερύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
απτερυσσομαι
IDX:
597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-598
Key:
ἀπτερύσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πτερύσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀ<hyph/>πτερύσσομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety>copul.prfx., <Ref>πτέρυξ</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a kingfisher</Indic><Tr>flap the wings rapidly</Tr><Au>Archil.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπτερύσσομαι'}