Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέομαι
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμῑ́μησις
ἀντίμῑμος
ἀντιμῑσέω
ἀντίμισθος
ἀντίμοιρος
ἀντίμολπος
ἀντιμόρφως
ἀντιναυπηγέω
ἀντινῑκάω
View word page
ἀντι-μέτωπος
ἀντιμέτωποςονadjμέτωπον quasi-advbl., of a commander leading an attackface to facew. the enemyX.of cavalry chargingX.

ShortDef

front to front

Debugging

Headword:
ἀντιμέτωπος
Headword (normalized):
ἀντιμέτωπος
Headword (normalized/stripped):
αντιμετωπος
IDX:
5946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5947
Key:
ἀντιμέτωπος

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-μέτωπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀντι<hyph/>μέτωπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέτωπον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of a commander leading an attack</Indic><Tr>face to face<Expl>w. the enemy</Expl></Tr><Au>X.</Au><aS2><Indic>of cavalry charging</Indic><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἀντιμέτωπος'}