Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιλυτρωτέον
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέομαι
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμῑ́μησις
ἀντίμῑμος
ἀντιμῑσέω
ἀντίμισθος
ἀντίμοιρος
ἀντίμολπος
ἀντιμόρφως
ἀντιναυπηγέω
View word page
ἀντι-μετρέομαι
ἀντιμετρέομαιpass.contr.vb of a quantitybe measured out in returnw.dat.to someoneNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντιμετρέομαι
Headword (normalized):
ἀντιμετρέομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμετρεομαι
IDX:
5945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5946
Key:
ἀντιμετρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-μετρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>μετρέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a quantity</Indic><Tr>be measured out in return</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιμετρέομαι'}