Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλῡπέω
ἀντίλυρος
ἀντιλυτρωτέον
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέομαι
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμῑ́μησις
ἀντίμῑμος
ἀντιμῑσέω
View word page
ἀντι-μειρακιεύομαι
ἀντιμειρακιεύομαιmid.vb of Fortuneretaliate with youthful petulancew.prep.phr.against someonePlu.

ShortDef

to behave petulantly in return

Debugging

Headword:
ἀντιμειρακιεύομαι
Headword (normalized):
ἀντιμειρακιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμειρακιευομαι
IDX:
5940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5941
Key:
ἀντιμειρακιεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-μειρακιεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>μειρακιεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of Fortune</Indic><Tr>retaliate with youthful petulance</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>against someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιμειρακιεύομαι'}