Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀντιλογέω
ἀντιλογίᾱ
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλῡπέω
ἀντίλυρος
ἀντιλυτρωτέον
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέομαι
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
View word page
ἀντι-μαρτυρέω
ἀντιμαρτυρέωcontr.vb of an inscriptionpresent opposing evidencePlu.

ShortDef

to appear as witness against, to contradict solemnly

Debugging

Headword:
ἀντιμαρτυρέω
Headword (normalized):
ἀντιμαρτυρέω
Headword (normalized/stripped):
αντιμαρτυρεω
IDX:
5937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5938
Key:
ἀντιμαρτυρέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀντι-μαρτυρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀντι<hyph/>μαρτυρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of an inscription</Indic><Tr>present opposing evidence</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀντιμαρτυρέω'}